ἔνθρυπτα

ἔνθρυπτα
ἔνθρυπτος
crumbled and put into liquid
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ένθρυπτος — ἔνθρυπτος, ον (Α) [θρυπτός] 1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔνθρυπτος επίθ. τού Απόλλωνος στην Αθήνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”